- στρατοφύλαξ
- στρᾰτο-φύλαξ [ῠ], ᾰκος, ὁ,A commanding officer, Str.12.5.1, 15.1.46.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρατοφύλαξ — commanding officer masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοφύλαξ — ακος, ὁ, Α διοικητής στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + φύλαξ] … Dictionary of Greek
στρατοφύλακα — στρατοφύλαξ commanding officer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοφύλακες — στρατοφύλαξ commanding officer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοφύλακι — στρατοφύλαξ commanding officer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και … Dictionary of Greek
υποστρατοφύλαξ — ακος, ὁ, Α υποφρούραρχος στρατοπέδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στρατοφύλαξ «διοικητής στρατιωτικού σώματος»] … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek